-
1 πευστηρια
ἥ (sc. θυσία) жертва вопрошения, приносимая, чтобы узнать волю богов(Eur. - v. l. к παστήρια)
-
2 πευστήριος
πευστήριος, zum Fragen, Forschen gehörig, fragend, forschend, ἡ πευστηρία, sc. ϑυσία, Opfer, durch das man die Götter befragen, ihren Willen erforschen will, Seidl. Eur. El. 830.
-
3 πευστήριος
πευστήριος, zum Fragen, Forschen gehörig, fragend, forschend, ἡ πευστηρία, sc. ϑυσία, Opfer, durch das man die Götter befragen, ihren Willen erforschen will
См. также в других словарях:
πευστήριος — ία, ον, Α [πεύθομαι] το θηλ. ως ουσ. ἡ πευστηρία η θυσία που γινόταν με σκοπό να διερευνήσουν, να μάθουν τις διαθέσεις και τη θέληση τών θεών … Dictionary of Greek